Νικολάου Σπηλιάδη «ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ»

Παρουσίαση βιβλίου

Το 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποταμός το βιβλίο με τον τίτλο «Υπέρ Καποδιστριακής Πολιτείας. Απάντηση ενός Έλληνα στον Friedrich Thiersch. Νικόλαος Σπηλιάδης Αναίρεσις. Μετάφραση από τα γαλλικά Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Επιμέλεια-Προλεγόμενα-Σχόλια Γιώργος Καλπαδάκης».

Το βιβλίο αποτελείται από 512 σελίδες και διαρθρώνεται σε τρία μέρη· το πρώτο εμπεριέχει τα Προλεγόμενα του επιμελητή της έκδοσης Γιώργου Καλπαδάκη, το δεύτερο, το οποίο αποτελεί και το κυρίως μέρος, καλύπτεται από τη μετάφραση στα ελληνικά του γαλλικού κειμένου του Νικόλαου Σπηλιάδη και το  τρίτο, ως παράρτημα, εμπεριέχει σε μετάφραση στα ελληνικά από τα γαλλικά τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια από τον Α΄ τόμο του έργου του Friedrich Thiersch. Το βιβλίο τελειώνει με εμπεριστατωμένο ευρετήριο ονομάτων, που περιλαμβάνει ονόματα που αναφέρονται στα κυρίως κείμενα αλλά και στις υποσημειώσεις.

Στην παρούσα ομιλία σκοπεύω να αναφερθώ στον βίο και την πολιτεία του Νικόλαου Σπηλιάδη, καθώς και σε πέντε κύριες ενότητες,  όπου ο συγγραφέας Σπηλιάδης υπερασπίζεται την Ελληνική Πολιτεία του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια.[1]

Ας αρχίσουμε την παρουσίαση ξεκινώντας από την πρώτη λέξη του τίτλου: ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ. Τι επιχειρεί να αναιρέσει ο συγγραφέας Νικόλαος Σπηλιάδης; Γιατί συνέταξε στα γαλλικά ένα τόσο μακροσκελές κείμενο,   του οποίου η μετάφραση στα ελληνικά από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη  καλύπτει 815 χειρόγραφες σελίδες;

Θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε το όλο θέμα. Το 1833 δημοσιεύεται στη Λειψία από τον Βαυαρό ένθερμο φιλέλληνα Friedrich Thiersch (Φρίντριχ Τίερς) ή Ειρηναίο Θείρσιο (ΦΩΤΟ 01)  , όπως αρεσκόταν να τον αποκαλούν,  δίτομο έργο στα γαλλικά με τον τίτλο«Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδας και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή της». Το έργο αποτελεί «αντικαποδιστριακό κατηγορητήριο» κατά της Ελληνικής Πολιτείας, δηλαδή του συστήματος διακυβέρνησης της χώρας από τον Καποδίστρια και, μετά τη δολοφονία του, από τον αδελφό του Αυγουστίνο κατά τα έτη 1828-1832.  

Ο Σπηλιάδης φαίνεται ότι μεταξύ 1836 και 1838 συνέταξε την απάντησή του στον Θείρσιο στα γαλλικά – σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, αφού προοριζόταν να δημοσιευθεί ανωνύμως, υπό τον τίτλο «Απάντηση από έναν Έλληνα το έτος 1838 στο βιβλίο με τίτλο ««Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδας και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή της», δημοσιεύτηκε από τον κον Φ. Τίερς το έτος 1833». [2] Με το κείμενο αυτό επιχειρεί ο Σπηλιάδης, όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του υπό παρουσίαση βιβλίου,  να αποκαταστήσει την υπόληψη του «μπάρμπα-Γιάννη», απαντώντας μεταξύ άλλων, στις συκοφαντίες γύρω από τη διπλωματική στρατηγική του, την ανταπόκρισή του στο λαϊκό αίτημα περί διανομής της γης, τις αντιλήψεις του αναφορικά με τη θέση της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς στη νεοελληνική ταυτότητα, τη στάση του απέναντι στην αντιπολίτευση και τα εγχώρια ολιγαρχικά συμφέροντα, καθώς και τις διαθέσεις του απέναντι στην προοπτική πολιτειακής συμβίωσης με τον Όθωνα.

Τα όσα γράφει ο Σπηλιάδης, αναφορικά με τα θέματα που προαναφέραμε, πέρα από το ότι επιχειρεί να υπερασπισθεί την πολιτική Καποδίστρια,  είναι δηλωτικά των προθέσεων, των κινήτρων και των ενεργειών του.

Πριν προχωρήσουμε καλό είναι να γνωρίσουμε τον βίο και την πολιτεία του Νικόλαου Σπηλιάδη. (ΦΩΤΟ 02)

ΦΩΤΟ 01
ΦΩΤΟ 02

Γεννήθηκε στην Τριπολιτσά το 1785. Η απώτερη καταγωγή του ήταν από την Ανδρίτσαινα. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στην Τριπολιτσά και μετά στο Άργος με τον μοναχό και αργότερα Φιλικό Ησαΐα Καλλαρά. «Μολονότι του είχε προσφερθεί η θέση του γραμματέα του πασά του Μωριά, θέση ιδιαίτερα ελκυστική από επαγγελματική άποψη, δεν τη δέχεται και φεύγει από την Πελοπόννησο σε ηλικία 20 ετών. Αρχικά πηγαίνει στη Σμύρνη και συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη, το 1805,  όπου μέχρι το 1810  εργάστηκε ως υπάλληλος στον εμπορικό οίκο του Απόστολου Παππά. Στη συνέχεια μεταβαίνει στην Οδησσό, όπου αναλαμβάνει τη διεύθυνση του  εμπορικού οίκου του Αλέξανδρου Μαύρου μέχρι τη λύση της εμπορικής εταιρείας, το 1819, για να επιστρέψει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Το 1816, ενώ βρισκόταν στην Οδησσό,  μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικόλαο Σκουφά κατά σύσταση του Γεωργίου Σέκερη. Η μύησή του ωστόσο θεωρήθηκε ατελής. Ο Σκουφάς απέσυρε την τελευταία στιγμή το εφοδιαστικό που συνέτασσε ο Σπηλιάδης χωρίς αυτό να υπογραφεί από τον μυημένο. Αιτία ήταν η δυσπιστία του Σπηλιάδη και οι δισταγμοί που προέβαλλε συνεχώς προς τον Σκουφά ως την τελευταία στιγμή της μύησης.».[3] Γιατί, όμως, ο Σπηλιάδης είχε αυτή τη συμπεριφορά; Την απάντηση δίνει ο Γιώργος Καλπαδάκης στα «Προλεγόμενα» του  βιβλίου:

«Οφείλεται ειδική μνεία στη στάση του Σπηλιάδη απέναντι στη Φιλική Εταιρεία, στην οποία συμμετείχε ενστερνιζόμενος τους σκοπούς της αλλά χωρίς να αναστέλλει την κριτική του σκέψη. Κυρίαρχος φόβος του ήταν μήπως εξαπατώμενος από  αβάσιμες υποσχέσεις, ο ελληνικός λαός εξεγειρόταν πρόωρα και χωρίς την απαραίτητη προετοιμασία, επισύροντας αντίποινα ικανά να τορπιλίσουν την προοπτική μιας εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης με αξιώσεις. Η κριτική στάση του Σπηλιάδη τροφοδοτείτο, πρώτον, από τις αόριστες υποσχέσεις της ηγεσίας της οργάνωσης που συντηρούσε την ιδέα ότι υποκινείτο από μια Υπέρτατη Αρχή, υπαινισσόμενη, χωρίς να την κατονομάζει, ότι αυτή ήταν η Ρωσία με αφανή ηγέτη τον Καποδίστρια‧ και δεύτερον, από τη δυσπιστία του απέναντι στον χαρακτήρα των ίδιων των ιδρυτών της και στην ικανότητά τους να συντονίσουν ένα τόσο σύνθετο εγχείρημα. Εν αντιθέσει προς αγωνιστές οι οποίοι  μυήθηκαν στην εταιρεία μακριά   από την εστία  της, ο Σπηλιάδης δεν εθέλγετο από την αχλή μυστηρίου που την περιέβαλλε, αφού γνώριζε καλά τα ιδρυτικά στελέχη της, με τα οποία ανήκαν στην ηλικιακή αν όχι και επαγγελματική συνομοταξία, ενώ υπήρξε μάρτυρας της εξέλιξής της από την αρχή, στη γενέτειρά της Οδησσό. Αντικατοπτρίζοντας παρόμοιες επιφυλάξεις που έτρεφε διαχρονικά και ο Καποδίστριας, ο οποίος στα 1820 είχε γράψει ότι από τα νεανικά του χρόνια ένιωθε «αποστροφή» για τις μυστικές εταιρείες εν γένει,[4] ο Σπηλιάδης θεωρούσε ορισμένα από τα μέλη της καιροσκόπους οι οποίοι απέβλεπαν στις συνδρομές των κατηχουμένων, ενώ το γεγονός ότι αποθάρρυναν όσους από τους μυημένους ζητούσαν περαιτέρω πειστήρια για την ύπαρξη της Ανώτατης Αρχής – η οποία, ισχυρίζονταν, θα στεκόταν αρωγός στην κρίσιμη στιγμή απέναντι στους εξεγερμένους- ενέτεινε επίσης την καχυποψία του».[5]

Μάλιστα, η όλη συμπεριφορά του Σπηλιάδη δημιούργησε στον Σκουφά την εντύπωση ότι ήταν και αυτός επικίνδυνος για το μέλλον της Εταιρείας και τους σκοπούς της. Ο ίδιος ο Σπηλιάδης ομολογεί ότι κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του προς το Ιόνιο και την Αδριατική, διαπίστωσε ότι επρόκειτο να δολοφονηθεί (είχαν προηγηθεί οι δολοφονίες των Νικόλαου Γαλάτη (1819) και Κυριάκου Καμαρινού (τέλος 1820)) και τότε αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει.[6] Ήταν Ιανουάριος του 1821. Στην απονενοημένη αυτή πράξη  τον ώθησε η ευθιξία και η πατριωτική τιμή (μάλιστα, αφού είχε καταθέσει 2.000 γρόσια στο ταμείο της Εταιρείας). Σώθηκε και νοσηλεύτηκε στην Τεργέστη. Το βόλι που του τρύπησε τον ουρανίσκο θα του δημιουργούσε προβλήματα στην άρθρωση. [7]

Μέσω Γένοβας και Λιβόρνου φτάνει στην Τριπολιτσά  στις 22 Σεπτεμβρίου 1821 μία ημέρα πριν από  την άλωση της πόλης.

Έκτοτε αναμείχθηκε ενεργά στα πολιτικά πράγματα λαμβάνοντας διάφορες θέσεις με αποκορύφωμα τη θέση του Γραμματέα της Επικρατείας (Πρωθυπουργού 12/9/1829-5/2/1832).

Κατά την οθωνική περίοδο, ως μέλος του ρωσικού κόμματος, τάσσεται στο χώρο της αντιπολίτευσης. Το 1834 συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, δικάζεται και αθωώνεται, γιατί στάθηκε αλληλέγγυος στον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Το 1839 διώκεται για συμμετοχή στην αντικαθεστωτική «Φιλορθόδοξο Εταιρεία», υπόθεση για την οποία αθωώνεται.[8]

Έκτοτε δεν έχει να επιδείξει κάποια δημόσια δραστηριότητα. Πεθαίνει στο Ναύπλιο το 1867. (ΦΩΤΟ 03) (ΦΩΤΟ 04)                  

Ο Σπηλιάδης, όπως και ο Καποδίστριας, «Ορμώμενος από μια βαθιά πίστη στην ορθοδοξία …. εκθείαζε την προοπτική εγκαθίδρυσης πατερναλιστικής διακυβέρνησης και τον φωτισμό του Γένους ως στόχων αξεδιάλυτα  συνδεδεμένων με τη σταδιακή ανεξαρτητοποίηση του έθνους από εξωτερικές και εσωτερικές δουλείες.»[9] γι’  αυτό και υποστήριξε με θέρμη τον Κυβερνήτη και την Ελληνική Πολιτεία.

Οι πέντε ενότητες που θα σχολιάσουμε είναι η  Διπλωματική στρατηγική του Κυβερνήτη, η διανομή εθνικών γαιών, η αρχαιοελληνική κληρονομιά, η Αντιπολίτευση και ο Όθωνας.

Η Διπλωματική στρατηγική του Κυβερνήτη

Ο Κυβερνήτης κατηγορείται ότι ήθελε την ελληνική επικράτεια «μικρή» και τη χώρα «δίχως εκτίμηση», ώστε «να μην θεωρηθεί ελκυστική για έναν οποιονδήποτε πρίγκιπα βγαλμένον από μια διαπρεπή οικογένεια της Ευρώπης».[10] Ο Σπηλιάδης υπερασπίζεται στο θέμα της διπλωματικής στρατηγικής του Κυβερνήτη γράφοντας ότι ο Κυβερνήτης ένα μήνα αφότου ήλθε στην Ελλάδα οργάνωσε τον στρατό σε χιλιαρχίες (αρχές Φεβρουαρίου) και έστειλε τον Δημήτριο Υψηλάντη στην  Ανατολική Στερεά και τον στρατηγό Τσώρτς στη Δυτική Στερεά. Μέσα σε πέντε μήνες όλη η Στερεά Ελλάδα, εκτός από τα φρούρια, ήταν στα χέρια των Ελλήνων. Επιπλέον, ανάγκασε τους Τούρκους της Ναυπάκτου να συνθηκολογήσουν ενέργεια που επέφερε την πτώση του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Αρνήθηκε επίσης να ενδώσει στις πιέσεις του αντιπρέσβυ της Μεγάλης Βρετανίας και να ανακαλέσει τα στρατεύματα στη γραμμή που όριζε το πρωτόκολλο  του Νοεμβρίου.[11]

Και διερωτάται ο Σπηλιάδης: Εάν ήθελε «μικρή» ελληνική επικράτεια θα τα έκανε όλα αυτά;

Η διανομή εθνικών γαιών

Όσον αφορά το θέμα της διανομής των εθνικών γαιών το 1830 η πρόταση του Κυβερνήτη προς τη Γερουσία να προετοιμάσει την παρασκευή νομοθετήματος για τη διανομή των γαιών έμεινε μετέωρη. Ο Σπηλιάδης  αναφέρει ότι το σχέδιο του Καποδίστρια ήταν να κάνει τους Έλληνες γαιοκτήμονες. Περιγράφει το σχέδιο λέγοντας ότι 70.000 οικογένειες θα λάμβαναν 5 εκατομμύρια στρέμματα αξίας 120 εκατομμυρίων φοινίκων και θα πλήρωναν 3.700.000 φοίνικες το χρόνο για 33 χρόνια. (52 φοίνικες/οικογένεια/το χρόνο).[12] Το σχέδιο τορπιλίστηκε από τον αντιπρέσβη των Άγγλων Dawkins, ο οποίος διατεινόταν ότι έτσι θα θίγονταν τα συμφέροντα των Άγγλων ομολογιούχων.[13]

Στο εσωτερικό τα προσκόμματα ήταν δυσυπέρβλητα με χαρακτηριστική περίπτωση τη θνησιγενή προσπάθεια καταγραφής των εκτάσεων των εθνικών γαιών από την Πολιτειογραφική Επιτροπή το 1829. [14]

«Παρά ταύτα. Ο Κυβερνήτης θα επέμενε στο ζήτημα μέχρι τέλους, θεωρώντας το   ως μείζονος σημασίας για το μέλλον της χώρας, γράφοντας στις αρχές του 1830 ότι όλη του η προσπάθεια “τείνει εις το να απαλλάξει τον λαόν από της διπλής μάστιγος των ενοικιαστών και των εισπρακτόρων”.[15] Εκτός των άλλων, εκτιμούσε ότι με την απαλλαγή από τις καταχρήσεις των μεσαζόντων θα άνοιγε ο δρόμος για τους αγρότες να καταστούν παραγωγικότεροι στο έργο τους και έτσι να συνδράμουν την ταχύτερη απόσβεση του εξωτερικού χρέους‧ πολύ περισσότερο δε, θα αποδεικνυόταν μια λύση ανάγκης σε περίπτωση που οι ξένες δυνάμεις θα αρνούνταν να δανειοδοτήσουν το κράτος και ο ελληνικός λαός αναγκαζόταν να ανεύρει τρόπους να καταστεί αυτάρκης.[16] Η ουσία γι’  αυτόν, πάντως, φαίνεται ότι έγκειτο στο γεγονός ότι η επίτευξη του στόχου αυτού αποτελούσε προϋπόθεση για την πολιτική χειραφέτηση των Ελλήνων. Υποδεικνύοντας μάλιστα το πετυχημένο παράδειγμα διανομής της εθνικής γης που υλοποιείτο κατά την περίοδο εκείνη στη Νότιο Αμερική, από τον Πρόεδρο της Κολομβίας, στρατηγό Simon Bolivar, ο Καποδίστριας είχε προειδοποιήσει ότι εάν το εγχείρημα δεν ευοδωνόταν και στην Ελλάδα, πριν από την έλευση του ηγεμόνος, τότε οι υφιστάμενου συσχετισμοί θα παγιώνονταν: “εγώ επιθυμώ να σας παραδώσω [εις το βασιλόπαιδο]” φέρεται να είπε, “ως λογικά όντα, ελευθέρους, με την ενδυμασία της ιδιοκτησίας”».[17]

Ο Σπηλιάδης θεωρεί ότι η κτηματική αποκατάστση των Ελλήνων αποτελούσε δημοκρατική επιταγή που ικανοποιούσε το βασικό αίτημα των Εθνοσυνελέυσεων. Έγραφε «Αν οι Έλληνες δεν αποκτήσουν ιδιοκτησίαν ποίαν ασφάλειαν εμπορούν να προσφέρουν ως εκ των ατόμων τους [και] τι μένει εις την δημοσίαν πίστιν και εθνική αυτού υπόληψιν;Ποίος ξένος κεφαλαιούχος θα έλθει εις την Ελλάδα, διά να συστήση εμπορικόν οίκον; Ποίος ξένος βιομήχανος θα έλθει να κατοικήσει εις τον τόπον μας Ποίος τότε θα ναυλώσει τα πλοία μας, αν φοβήται πλαστά ναυάγια και νοσφισμούς[18] των πραγματειών τους; […] Τότε το Έθνος θέλει σύγκεισθαι από πλήθη παιδοποιών, στερουμένων του επιουσίου, και τότε, αν δύνασαι, σύνταξον Πολιτείαν συγκειμένην από τοιαύτα πλήθη».[19]

«Οι δύο άξιες λόγου διοικητικές πράξεις της Ελληνικής Πολιτείας που αφορούσαν τη διανομή των γαιών και τις οποίες ο Κυβερνήτης κατάφερε να φέρει εις πέρας υπήρξαν αφενός το ιη΄ ψήφισμα του Αυγούστου του 1830, για του οποίου κατοχυρωνόταν η κυριότητα των κολίγων επί των καλυβών στις οποίες διέμεναν και επί του εδάφους του, σε μια προσπάθεια να αποτραπεί ο κίνδυνος να πέσουν θύματα γαιοκτητικών αυθαιρεσιών‧ αφετέρου με το κε΄ ψήφισμα του Ιουνίου του 1831, που προέβλεπε την παραχώρηση δωρεάν γης σε όσους έχτιζαν σε προάστια ή σε πόλεις όπου υπήρχαν ερείπια. Πιο ουσιαστική κατάκτηση της Ελληνικής  Πολιτείας όμως, μολονότι σιωπηρή και πρόσκαιρη, υπήρξε το ότι περιέσωσε τις εθνκές γαίες από ποικιλότροπες καταχρήσεις στο εσωτερικό, ενώ τορπίλισε τη διπλωματική προσπάθεια του Λονδίνου να εξασφαλίσει την καταβολή δυσθεώρητων αποζημιώσεων για τας ιδιόκτητα κτήματα των Τούρκων».[20]

Η αρχαιοελληνική κληρονομιά

Όσον αφορά τις κατηγορίες ότι ο Καποδίστριας υπονόμευσε την αρχαιοελληνική κληρονομιά ο Σπηλιάδης αντιτείνει ότι  «η “μουσειακή” αντίληψη του εθνικού παρελθόντος που προέκριναν πολλοί φιλέλληνες δεν είχε αποδειχθεί μόνο  ένα προπέτασμα καπνού για την εφαρμογή μέτρων που υπέσκαπταν τις κοινωνικές κατακτήσεις της επαναστατικής και της καποδιστριακής περιόδου, αλλά είχε και μια επιπρόσθετη συνέπεια: υποβάθμιζε το ρόλο της ορθόδοξης πίστεως στη διατήρηση της συνοχής της ελληνικής κοινότητας μέσα στους αιώνες.».[21]

Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Κυβερνήτης ήταν βαθιά θρησκευόμενος και πίστευε στη θεία Πρόνοια για τη σωτηρία της πατρίδας.[22]

Επιπλέον, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Κυβερνήτης έλαβε σειρά μέτρων για την προστασία των αρχαιοτήτων.[23]

Η Αντιπολίτευση προς τον Κυβερνήτη

Ο Κυβερνήτης κατηγορείται ότι η Αντιπολίτευση προς το πρόσωπό του οφείλεται στις αυθαιρεσίες του.

Ο Σπηλιάδης αντιτείνει «ότι οι εχθροί [του Κυβερνήτη] δεν δημιουργήθηκαν εξαιτίας επιμέρους κυβερνητικών ενεργειών του, αλλά είχαν κατασταλάξει σε ενιαία αντιπολιτευτική γραμμή πριν από την έλευσή του». Όντας ο Σπηλιάδης γραμματέας της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης που συγκλήθηκε στην Τροιζήνα τον Απρίλιο του 1827 και μέλος της επιτροπής για την αναθεώρηση του Συντάγματος υποστηρίζει ότι σε αντίθεση με την πλειονότητα των πληρεξουσίων οι ολιγαρχικοί πού ήλεγχαν τις φατρίες δεν ήθελαν «ούτε τον Καποδίστρια, ούτε σύνταγμα, ούτε Βουλήν» και «επροσπάθουν να στρέψωσι προς όφελός των την επανάστασιν». Οι δυνάμεις αυτές, προεξάρχοντος του Μαυροκορδάτου «επόθουν δεσποτείαν την οποίαν ήλπιζον ν’  αποκτήσωσιν εις αμοιβήν όσων έπραξαν προς χάριν της Μεγάλης Βρετανίας, εν πρώτοις θέτοντες την Ελλάδα υπό την αποκλειστικήν προστασίαν ταύτης, και είτα επικαλούμενοι την επέμβασίν της παρά τω Σουλτάνω», επιδιώκοντας «ν’ αποφασισθή η τύχη της Ελλάδος από τον Καίνιγγ, και να εισαχθεί εις αυτήν το πολιτικό σύνταγμα της Βλαχομολδαυίας, διότι και οι ξένοι, εις τους οποίους ελπίζουσι, τους βεβαιούσιν ότι ή δεν θα υπάρξει Ελλάς, ή θα υπάρξει, αν θα υπάρξει, υποτελής Αυθεντεία εις τους Τούρκους.».[24]

«Η επισήμανση του Σπηλιάδη είναι απόλυτα ακριβής ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι Άγγλοι – και κατ’ επέκταση οι γηγενείς υποστηρικτές τους – αντιλαμβάνονταν το μέλλον της ελληνικής υπόθεσης, τουλάχιστον μέχρι τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1028-1829. Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση του λόρδου Aberdeen, υπουργού των εξωτερικών της Αγγλίας το 1828-1830, ο οποίος το 1854 θα τόνιζε στη Βουλή των Λόρδων ότι “ αρξαμένου και προκόπτοντος του ελληνικού αγώνος, ουδέποτε έβαλε κατά νουν ο [Stratford] Κάννιγγ την ανέγερσιν της Ελλάδος εις ανεξάρτητον βασίλειον‧ ουδ’  εγώ ουδ’ ο δουξ του Ουελιγκτώνος ανεξάρτητον εθεωρήσαμεν την ανεγειρομένην  ελληνικήν πολιτείαν, αλλ’  υποτελή και υπό την κυριαρχίαν του σουλτάνου, παρομοίαν σχεδόν της Βλαχίας και Μολδαυίας”. Μόνο μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ανδριανουπόλεως, συνεχίζει, “μοι εφάνη, και ωμογνωμόνησε και ο δούξ του Ουελιγκτώνος, ότι η ύπαρξης του τουρκικού κράτους, αυτή καθ’  εαυτήν, ήτο τόσον ακροσφαλής, ώστε ασυνετώτατον ήτο να δημιουργηθεί πολιτεία και τεθή υπό προσταστασίαν και κυριαρχίαν αυτοκρατορίας, ήτις ουδεμίαν ασφάλειαν του μέλλοντός της παρείχε».[25]

Η βασιλεία του Όθωνα

Η όποια κατηγορία σχετικά με το θέμα της βασιλείας του Όθωνα είναι εντελώς άδικη.

Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1829, δηλαδή ενάμιση χρόνο μετά την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα, ο Θείρσιος είχε αναφέρει την ιδέα τόσο στον Λουδοβίκο, πατέρα του Όθωνα, όσο και στον Καποδίστρια, για να εισπράξει την άρνηση του πρώτου και τη σιωπή του δεύτερου. Προφανώς, ο Θείρσιος παρεξήγησε  τη στάση του Κυβερνήτη, ο οποίος, με την εμπειρία που διέθετε από το χειρισμό ευαίσθητων θεμάτων, δεν θα μπορούσε να εκμυστηρευθεί τις μύχιες σκέψεις του σε ξένους αυλικούς, ακόμη και αν αυτοί ήσαν εφοδιασμένοι με συστατικές επιστολές από τον Λουδοβίκο.

Ακόμη περισσότερο γίνεται δυσεξήγητη η στάση του γιατί και ο ίδιος αναφέρει ότι, λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του Κυβερνήτη, αυτός τον είχε διαβεβαιώσει ότι στην εθνοσυνέλευση που επρόκειτο να συγκληθεί προσεχώς θα παρενέβαινε προσωπικά υπέρ του Όθωνα κάτι που επιβεβαιώνει και ο Σπηλιάδης.

Μετά την παραίτηση Λεοπόλδου σημαντικές προσωπικότητες προωθούσαν ενεργά την εκλογή του Όθωνα, με τον Καποδίστρια να αναλαμβάνει την αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωσή του, ιδέα που είχε υποστηριχθεί επίσημα από τη Ρωσία στη Διάσκεψη του Λονδίνου τον Ιούνιο του 1830.

Κατά τον Σπηλιάδη το μένος του Θείρσιου κατά του Καποδίστρια και του αδελφού του Αυγουστίνου προερχόταν από την έλλειψη εμπιστοσύνης προς αυτούς, όσον αφορούσε  το  ζήτημα της υποψηφιότητας του Όθωνα, και από  το περιβάλλον του Κωλέττη, ο οποίος του είχε πει ότι «θα τον εξέλεγεν […], μετά των φίλων του, εάν η εκλογή δεν ήτον αδύνατος» λόγω της δήθεν υπονόμευσής της από τον Κυβερνήτη και αργότερα από τον Αυγουστίνο. Από αυτούς τους κύκλους είχε οδηγηθεί στο να πιστέψει ο Θείρσιος ότι «εάν ο πρίγκιψ Όθων ανεκηρύσσετο βασιλεύς της Ελλάδος διά μέσου των Καποδίστρια, αυτός δεν θα διωρίζετο αντιβασιλεύς», πράγμα που κατά τον Σπηλιάδη ήταν ο υπέρτατος σκοπός του.[26]

Συμπερασματικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Νικόλαος Σπηλιάδης υπήρξε ένθερμος πατριώτης, υπερασπιστής της εθνικής ανεξαρτησίας του νεοσύστατου κράτους και της ορθόδοξης πίστης και πιστός συνεργάτης του Κυβερνήτη. Με τη σημερινή ορολογία θα λέγαμε ότι ήθελε μιαν Ελλάδα που θα ανήκε στους Έλληνες. Ίσως φάνταζε ουτοπικό για εκείνη της εποχή.

Τα όσα αναφέραμε και πολλά άλλα περιέχονται στο παρόν βιβλίο  με αποτέλεσμα να έχουμε «από πρώτο χέρι» στοιχεία για τα πολιτικά και όχι μόνο τεκταινόμενα της καποδιστριακής περιόδου, καθώς και της περιόδου από τη δολοφονία του Κυβερνήτη μέχρι την άφιξη του Όθωνα.

Τέλος, μέσω των [ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΩΝ] του επιμελητή της έκδοσης και του πλήθους των υποσημειώσεων που παραθέτει, ο αναγνώστης δημιουργεί σφαιρική εικόνα για πρόσωπα και καταστάσεις που διαδραματίστηκαν στις απαρχές της συγκρότησης του ελληνικού κράτους στοιχεία που ερμηνεύουν διαχρονικές στρεβλώσεις και δυσλειτουργίες του κράτους ορατές μέχρι και σήμερα.

ΦΩΤΟ. 05 Η οικία του Νικόλαου Σπηλιάδη στο Ναύπλιο

[1] Το παρόν κείμενο εκφωνήθηκε στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από τον Δήμο Τρίπολης, τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Τρίπολης, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους Αρκαδίας και το Σύλλογο Αρκάδων Ορειβατών Οικολόγων [ΣΑΟΟ], στις 4 Μαρτίου 2023, στην Τρίπολη και ήταν  αφιερωμένη στη ζωή και το έργο του Νικόλαου Σπηλιάδη. Βλ. σχετικά https://www.saoo.gr/ekdilosi-paroysiasis-vivlioy-toy-spiliadi-quot-anairesis-quot-savvato-04-martioy-2023/

[2]  Σπηλιάδης, Ν., Αναίρεσις. Απάντηση ενός Έλληνα στον Friedrich Thiersch, Αθήνα, 2019, σ. 12.

[3] Μπέλσης, Κ., Νικόλαος Σπηλιάδης, Κέντρο Έρευνας Νεότερης Ιστορίας (ΚΕΝΙ), Πάντειο Παν/μιο, LEXICON 1821.

[4] Αρς Γκρ., Ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωσία, Ασίνη, Αθήνα, 2015 και Βακαλόπουλος Απ., Ιστορία του νέου ελληνισμού: Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821-1829) – Ιωάννης Καποδίστριας ή η επώδυνη γένεση του νεοελληνικού κράτους, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 296, υποσημείωση 260.

[5]  Σπηλιάδης, Ν., Αναίρεσις, σ. 16.

[6]   Μπέλσης, Κ., Νικόλαος Σπηλιάδης, ό.π..

[7]   Σπηλιάδης, Ν., Αναίρεσις, σ. 71, υποσημείωση 28.

[8]   Σκλαβενίτης, Τ. Ε,  Βιβλιολογικά Α΄, Μνήμων, τχ. 8 (1980-1982), σ. 369.

[9] Σπηλιάδης, Ν., Αναίρεσις, ό.π. σ. 17.

[10] Ό. π. σ. 184, υποσημείωση 90.

[11]  Ό. π. σ.  184, 185. Πρόκειται για το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (4/16 Νοεμβρίου 1828) που όριζε ότι την ελληνική επικράτεια θα αποτελούσαν η Πελοπόννησος με τις παρακείμενες νήσους και τις Κυκλάδες και ότι θα ήταν εσωτερικά αυτόνομη αλλά φόρου υποτελής στον Σουλτάνο.

[12]  Ό. π. σ. 30 και υποσημείωση 90, σ. 80.

[13]  Ό. π. σ. 31.

[14]  Ό. π..

[15] Επιστολή (1.2.1830) Ι. Καποδίστρια προς Κ. Ραμφώ, Επιστολαί Ι. Α. Καποδίστρια (1842), τ. 3, σ. 347.

[16] Βακαλόπουλος Απ., Ιστορία του νέου ελληνισμού …, σ. 231.

[17] Σπηλιάδης, Ν., Αναίρεσις, σ. 31 και σ. 81, υποσημείωση 96.

[18] Νοσφισμός: το να χρησιμοποιεί κάποιος κάτι ξένο αυθαίρετα, σαν να ήταν δικό του, για ωφέλειά του.

[19] Ό. π. σ. 31, 32.

[20] Ό. π. σ. 32.

[21]  Ό. π. σ. 50.

[22]  Ό. π. σ. 133.

[23]  Ό. π. σ. 51.

[24]  Ό. π. σ. 25, 26.

[25]  Ό. π. σ. 78, υποσημέωση 69. Παρατίθεται στο Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, τόμ. 4 (Taylor & Francis: Λονδίνο 1857), σ. 379.

[26]  Ό. π. σ. 43.